- τελεστής
- Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων.
1. Κρητικός, πατέρας της ωραίας Ιάνθης την οποία αγάπησε παράφορα ο Ίφις από τη Φαιστό. Η θεά τους όμως, από αντιζηλία, μεταμόρφωσε την Ιάνθη σε έφηβο.
2. Ο τελευταίος από τους Βακχίδες, βασιλιάς της Κορίνθου (758-747 π.Χ.), γιος του Αριστόδημου. Με το φόνο του, από τους Αριέα και Πέραντα, πήρε τέλος και η βασιλεία στην Κόρινθο.
3. Λυρικός ποιητής από τον Σελινούντα της Σικελίας, που νίκησε το 40 π.Χ. σε έναν αγώνα που έγινε στην Αθήνα. Έγραψε πολλούς διθύραμβους, που οι σπουδαιότεροι τιτλοφορούνται: Αργώ, Ασκληπιός και Διθυραμβικός υμέναιος. Σώθηκαν μόνο αποσπάσματα από τα έργα του.
* * *ό, θηλ. τελέστρια, ΝΜΑνεοελλ.1. μαθ. α) σύμβολο μαθηματικής πράξης —αριθμός, διάνυσμα, συνάρτηση κ.ά— η οποία πρόκειται να εκτελεστεί σε μια ποσότητα που αναγράφεται μετά από το σύμβολο, όπως είναι λ.χ. το 2x, το οποίο ορίζει ότι αυτό που θα γραφεί στη συνέχεια πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί δύοβ) μαθηματική έννοια μέσω τής οποίας είναι δυνατόν να διατυπωθεί μια αντιστοιχία μεταξύ τών στοιχείων δύο ομάδων ή δύο συνόλων2. φυσ. ακολουθία μαθηματικών πράξεων οι οποίες, εφόσον εκτελούνται σε ορισμένους μαθηματικούς τύπους οι οποίοι περιγράφουν μια φυσική διαδικασία, τούς μετασχηματίζουν σε νέους τύπους3. (λογ.) σύμβολο ή σημείο με τη βοήθεια τού οποίου σχηματίζονται καινούργιες προτάσεις από μία ή περισσότερες δοθείσες προτάσεις οι οποίες καλούνται ορίσματα, αλλ. προτασιακός σύνδεσμοςμσν.-αρχ.μάγος, θαυματοποιόςαρχ.1. αυτός που διευθύνει μια τελετή2. αυτός που τελεί μυστήρια, ιεροτελεστής («τὰ ἱδρύματα οἷς περιέβαλλον οἱ τελεσταὶ χρυσόν», Μάξ.)3. αυτός που μυεί κάποιον στα μυστήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα -τής/-τρια (πρβλ. καλεσ-τής). Ο τ. τελεστής μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή: tereta].
Dictionary of Greek. 2013.